καθυστερεῖ

καθυστερεῖ
καθυστερέω
fall behind
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
καθυστερέω
fall behind
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
καθυστερέω
fall behind
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
καθυστερέω
fall behind
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθυστέρει — καθυστερέω fall behind pres imperat act 2nd sg (attic epic) καθῡστέρει , καθυστερέω fall behind imperf ind act 3rd sg (attic epic) καθυστερέω fall behind pres imperat act 2nd sg (attic epic) καθυστερέω fall behind imperf ind act 3rd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο …   Dictionary of Greek

  • καθυστερώ — καθυστέρησα, καθυστερήθηκα, καθυστερημένος 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει: Συνάντησα έναν παλιό συμμαθητή μου, που με καθυστέρησε δύο ώρες με την πολυλογία του. 2. δεν αποδίδω έγκαιρα κάτι που χρωστώ: Καθυστερεί να πληρώσει τους φόρους του. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατάβολος — ἀκατάβολος, ον (Α) [καταβάλλω] 1. αυτός που καθυστερεί πληρωμή 2. αυτός που δεν έχει πληρωθεί …   Dictionary of Greek

  • εκτύπωση — η (AM ἐκτύπωσις) νεοελλ. η ενέργεια τού εκτυπώνω, τύπωση με τυπογραφικό πιεστήριο («η εκτύπωση τού βιβλίου καθυστερεί») αρχ. μσν. 1. ανάγλυφη αποτύπωση εικόνας 2. εικόνα, ομοίωση, σχηματισμός σύμφωνα με ένα πρότυπο 3. αλληγορία …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • εφυστερητικός — ἐφυστερητικός, ή, όν (Α) [εφυστερώ] (ιατρ., για τις βαθμίδες τών προσβολών τού πυρετού που γίνονται σιγά σιγά πιο αραιές) αυτός που καθυστερεί, που συμβάλλει στην καθυστέρηση …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καθυστέρηση — η [καθυστερώ] 1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνση («καθυστέρηση πληρωμής») 2. η μη έγκαιρη άφιξη («καθυστέρηση αεροπλάνου») 3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση») 4. πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”